Η έλλειψη βιταμίνης D ενδεχομένως μειώνει τις πιθανότητες να συλλάβει μια γυναίκα με εξωσωματική γονιμοποίηση, αναφέρει ο .Δρ. Ιωάννης Γιακουμάκης Κλινικός Διευθυντής του Μεσογειακού κέντρου Γονιμότητας, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος Αναπαραγωγής.
Παρακολουθώντας με ενδιαφέρον την ομιλία του Δρ. Ιωάννη Γιακουμάκη στο 10ο Παγκρήτιο Συνέδριο Μαιευτικής στο Ηράκλειο Κρήτης, του ζητήσαμε περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο θέμα.
Ως ανεπάρκεια βιταμίνης D ορίζεται η μειωμένη συγκέντρωση της 25-υδροξυκαλσιφερόλης στον ορό (<20 ng/ml), και παρατηρείται συχνά σε ασθενείς των κέντρων υπογονιμότητας. Μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Neuro Endocrinology Letters 20131)παρουσιάζει το ρόλο της βιταμίνης D στην αναπαραγωγική διαδικασία και τη σημασία της στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας, και ειδικά σε θέματα όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS), η ενδομητρίωση, τα ινομυώματα μήτρας, η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η ανδρική υπογονιμότητα και οι τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Αποτελέσματα πολλών ερευνών καταδεικνύουν το ρόλο της βιταμίνης D στην αιτιοπαθογένεση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Ανεπάρκεια της βιταμίνης ανευρίσκεται στο 65-87% των ασθενών. Η βιταμίνη D επηρεάζει τη μεταφορά της γλυκόζης μέσα στα κύτταρα, μέσω διέγερσης στην έκκριση της ινσουλίνης και έκφρασης των υποδοχέων της, και με αυτόν τον τρόπο επιδρά στην παχυσαρκία που παρατηρείται συχνά στις ασθενείς με το σύνδρομο.
Μελέτες δείχνουν θετική συσχέτιση μεταξύ της σωστής ανάπτυξης των ωοθηλακίων, του ποσοστού των κυήσεων, του δείκτη μάζας σώματος (BMI) και των συγκεντρώσεων καλσιφερόλης στον ορό, και συστήνουν την προσθήκη συμπληρωμάτων βιταμίνης D στα πρωτόκολλα θεραπείας του συνδρόμου, τόσο για την βελτίωση της ινσουλινοαντοχής, όσο και για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας.
Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν παρατηρηθεί και σε γυναίκες με ινομυώματα μήτρας, και έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισής τους, όχι όμως σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Άλλες δημοσιεύσεις συσχετίζουν τα αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D με αυξημένο κίνδυνο ενδομητρίωσης, με το μηχανισμό να περιγράφει ελλειμματική απόπτωση κυττάρων του ενδομητρίου, τα οποία περνούν στην περιτοναϊκή κοιλότητα και δημιουργούν εστίες ενδομητρίωσης.
Η βιταμίνη D διερευνάται και ως αιτιολογικός παράγοντας πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας, μέσω της άμεσης επίδρασης της στην αντιμυλλέριο ορμόνη (AMH). Αυτή η ορμόνη παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή, καθώς διεγείρει τα ωοθηλάκια και τα προετοιμάζει για την επίδραση της FSH, αποτελώντας έτσι και προγνωστικό δείκτη ωορρηξίας σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η βιταμίνη D ενισχύει την παραγωγή AMH και κατ’ επέκταση τη συντήρηση του ωοθηκικού αποθέματος.
Αντικείμενο έντονης έρευνας είναι και η επίδραση της βιταμίνης D στην ανδρική υπογονιμότητα. Φαίνεται πως τόσο χαμηλές (<20 ng/ml) όσο και υψηλές (>50 ng/ml) συγκεντρώσεις στον ορό επηρεάζουν αρνητικά τον αριθμό, την κινητικότητα και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων. Χαμηλές συγκεντρώσεις ανδρογόνων μπορεί να οφείλονται μεταξύ άλλων και σε ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Σχετικά με την εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), συνεχίζει ο Δρ. Ιωάννης Γιακουμάκης, οι ασθενείς με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D (43,1+-10,65 ng/ml) είχαν τετραπλάσια πιθανότητα επιτυχίας της μεθόδου συγκριτικά με εκείνες με χαμηλά επίπεδα, αποτέλεσμα που σχετίζεται με την ωφέλιμη επίδραση της βιταμίνης στο ενδομήτριο. Χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης επιτεύχθηκαν στις ασθενείς με συγκεντρώσεις εκτός των συνιστώμενων ορίων.
Αυξημένη συγκέντρωση βιταμίνης D και των μεταβολιτών της ανευρίσκεται σε κύτταρα του φθαρτού του πρώτου τριμήνου κύησης, υποδεικνύοντας τη συμβολή της στη σωστή εμφύτευση του εμβρύου. Τα αποτελέσματα αυτά ισχύουν για τους Καυκάσιους, ενώ για τους Ασιάτες φαίνεται να ισχύει η αντίστροφη συσχέτιση, με περισσότερες εγκυμοσύνες να σημειώνονται σε ασθενείς με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό.
Οι ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες για τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D στο γενικό πληθυσμό (“Vitamin D – minimum, maximum, optimum”. Warsaw, Oct 2012) συστήνουν τη χορήγηση τους μόνο σε περιπτώσεις ανεπάρκειας (<20 ng/ml). Οι δόσεις για ενήλικες και ηλικιωμένους φυσιολογικού σωματικού βάρους και θηλάζουσες μητέρες δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 4000 IU/ημέρα (100 ng/ml). Ειδικά για τις εγκύους οι δόσεις διαμορφώνονται στις 1500-2000 IU/ημέρα (37,5-50,0 ng/ml).
Πηγή: daypress.gr